- τανύφλοιος
- τανύ - φλοιος: with thin (smooth, tender) bark, Il. 16.767†.
A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό). 2010.
A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό). 2010.
τανύφλοιος — with longstretched bark masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τανύφλοιος — ον, Α (για δένδρα) 1. αυτός που έχει φλοιό ο οποίος εκτείνεται σε μεγάλο μήκος ή αυτός που έχει λεπτό φλοιό 2. (κατ. επέκτ.) ψηλός. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. τανυ τού αμάρτυρου επιθ. *τανύς (βλ. λ. τείνω) + φλοιός (πρβλ. δασυ φλοιος). Για το θ. τού α… … Dictionary of Greek
τανύφλοιον — τανύφλοιος with longstretched bark masc/fem acc sg τανύφλοιος with longstretched bark neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τανυφλοίοις — τανύφλοιος with longstretched bark masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τανυφλοίου — τανύφλοιος with longstretched bark masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φλοιός — Με τον όρο αυτό χαρακτηρίζεται το εξωτερικό περίβλημα του κορμού ή των κλαδιών του δέντρου, το περίβλημα των καρπών, το εξωτερικό στρώμα της γήινης σφαίρας, η φαιά ουσία που περιβάλλει τα ημισφαίρια του εγκεφάλου, η εξωτερική στιβάδα των… … Dictionary of Greek